- πολύφιλτρος
- πολύ-φιλτρος, ον,A suffering from many love-charms, love-sick, Theoc.23.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφιλτρος — suffering from many love charms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφιλτρος — ον, Α αυτός που έχουν επενεργήσει επάνω του πολλά ερωτικά φίλτρα, πολύ ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος («ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ ἐφάβω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φίλτρον «ερωτικό φίλτρο, αγάπη»] … Dictionary of Greek